- ανδραγαθία
- η1. παλικαριά: Προβιβάστηκε για ανδραγαθία.2. ηρωικό κατόρθωμα: Οι περισσότερες από τις ανδραγαθίες του ήταν φανταστικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνδραγαθία — ἀνδραγαθίᾱ , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc/acc dual ἀνδραγαθίᾱ , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίᾳ — ἀνδραγαθίαι , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc pl ἀνδραγαθίᾱͅ , ἀνδραγαθία bravery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek
ἀνδραγαθίας — ἀνδραγαθίᾱς , ἀνδραγαθία bravery fem acc pl ἀνδραγαθίᾱς , ἀνδραγαθία bravery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαι — ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc pl ἀνδραγαθίᾱͅ , ἀνδραγαθία bravery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαν — ἀνδραγαθίᾱν , ἀνδραγαθία bravery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθιῶν — ἀνδραγαθία bravery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίαις — ἀνδραγαθία bravery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίη — ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίην — ἀνδραγαθία bravery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)